ακούρδιστος — ακούρδιστος, η, ο και ακούρντιστος, η, ο 1. (για μουσικά όργανα), εκείνος που δεν έχει τις χορδές τεντωμένες αρμονικά: Το πιάνο είναι ακούρδιστο, γι αυτό δεν αποδίνει. 2. (για ρολόγια), εκείνος που δεν έχει συσπειρωμένο το ελατήριο: Το ρολόι… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ακόρδιστος — η, ο [κορδίζω] ο ακούρδιστος* … Dictionary of Greek
αναρμοστώ — ἀναρμοστῶ ( έω) (Α) [ανάρμοστος] 1. είμαι ανάρμοστος, ασύμφωνος, δεν ταιριάζω 2. (για μουσικά όργανα) είμαι ακούρδιστος, κάνω παραφωνίες … Dictionary of Greek
αχόρδιστος — η, ο (για μουσικά όργανα, ρολόγια κ.ά.) εκείνος τον οποίο δεν έχουν χορδίσει, ο ακούρδιστος. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερ. + χορδίζω. Η λ. μαρτυρείται στον Δ. Ν. Βερναρδάκη] … Dictionary of Greek
ξεκουρδίζω — και ξεκουρντίζω 1. χαλαρώνω τις χορδές έγχορδου μουσικού οργάνου ή ελατήριο ρολογιού ή παιχνιδιού 2. (το μέσ.) ξεκουρδίζομαι παύω να είμαι κουρδισμένος ή μένω ακούρδιστος («ξεκουρδίστηκε το πιάνο») 3. μτφ. κουράζομαι υπερβολικά από τον χορό ή το… … Dictionary of Greek
ξεκούρδιστος — και ξεκούρντιστος και ξεκούρδιτος, η, ο αυτός που δεν έχει κουρδιστεί, ακούρδιστος, ή αυτός που ξεκουρδίστηκε … Dictionary of Greek